- συλλιθηγία
- συλλῐθηγία, ἡ,A assistance in transport of stone, Supp.Epigr.2.569.23, 4.447.50 (Didyma, ii B.C.). [Written συνλ-.]
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συλλιθηγία — ἡ, Α βοήθεια στη μεταφορά λίθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λίθος + ηγία (< ηγός < ἄγω), πρβλ. στρατ ηγία] … Dictionary of Greek